Τη σαφή προτίμηση της εγχώριας μεταποίησης στις ελληνικές καλλιέργειες αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών επιβεβαιώνουν στελέχη ορισμένων από τα μεγαλύτερα brands του χώρου. Tην ίδια στιγμή, όμως, διαπιστώνουν έλλειμμα ως προς την πιστοποίηση της ελληνικής προέλευσηςτου πολλαπλασιαστικού υλικού.
Η APIVITA, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Γαρδίκη, διευθυντή του Τμήματος Επιστημονικών Υποθέσεων της εταιρείας, προμηθεύεται το 90% της πρώτης ύλης που μεταποιεί από την εγχώρια παραγωγή και οι εισαγωγές της εταιρείας περιορίζονται σε κάποια πολύ λίγα είδη, που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα.
Αντίστοιχα, ο Γιώργος Σταυρόπουλος, γεωπόνος Έρευνας και Ανάπτυξης της ΚΟΡΡΕΣ, αναφέρει ότι η εταιρεία προμηθεύεται «μόνο ελληνικής καλλιέργειας πρώτη ύλη» και ότι εισάγει μόνο έτοιμα εκχυλίσματα «σε κάποια είδη φυτών που δεν μας ενδιαφέρει να καλλιεργήσουμε εδώ, όπως είναι κάποια τροπικά είδη και κάποια ελάχιστα που κρατάμε από παλιότερα, πριν κάνει την έναρξή του ο τομέας των εκχυλίσεων εδώ». Διαβεβαιώνει, μάλιστα, ότι σε ό,τι αφορά την ΚΟΡΡΕΣ, «δεν μας ενδιαφέρει να δουλέψουμε φυτά που δεν είναι συνδεδεμένα με την πλούσια ελληνική φύση».
Περιορισμένη η καλλιέργεια ενδημικών ειδών
Παρά το γεγονός, ωστόσο, ότι στη χώρα ενδημούν περισσότερα από 150 είδη ΑΦΦ, παρατηρείται μια συγκέντρωση της συστηματικής καλλιέργειας στον κλάδο σε ελάχιστα από αυτά, που αποτιμάται σε μονοψήφιο αριθμό ειδών.
Ο κ. Γαρδίκης διαπιστώνει ότι «η στροφή σε νέα είδη είναι πάρα πολύ αργή. Διακρίνω έναν σχετικό συντηρητισμό. Εμείς βάζουμε κάποια νέα είδη με πιλοτικές καλλιέργειες δικές μας, γιατί είναι δύσκολο να βρει κανείς κάτι τέτοιο εκτός των εμπορικών ποικιλιών». Επισημαίνει ότι η APIVITA προσπαθεί να ενθαρρύνει τους καλλιεργητές να μπουν σε νέα είδη που χρειάζεται η μεταποίηση, ωστόσο, γεγονός είναι πως υπάρχει μια καθυστέρηση στην Ελλάδα όσον αφορά αυτό το θέμα. Δίνοντας τη δική του εξήγηση για αυτό, τόνισε πως «η ελληνική χλωρίδα διαθέτει 1.490 ενδημικά φυτά, από τα οποία τουλάχιστον το 15% είναι ΑΦΦ, και από αυτά αξιοποιούνται τα… πέντε. Την ίδια στιγμή, έχουμε εμβληματικά ενδημικά φυτά που έχουν έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων να κυκλοφορήσουν ως φυτικά φάρμακα, κάτι το οποίο δεν έχει αξιοποιηθεί, ούτε από τους παραγωγούς ούτε από μεγαλύτερες εταιρείες. Όλα αυτά δείχνουν καθαρά πως υπάρχει σε μεγάλο βαθμό έλλειμμα τόλμης και επιχειρηματικότητας».
Από την πλευρά του, ο κ. Σταυρόπουλος εκτιμά πως ο περιορισμός της καλλιέργειας σε συγκεκριμένα είδη συνδέεται με τη μεγαλύτερη ζήτηση που παρουσιάζουν από άποψη ποσότητας. Σε αντιδιαστολή με την ποσότητα που «ενθαρρύνει» συγκεκριμένα είδη, αναφέρει ότι «εμείς, στην ΚΟΡΡΕΣ, επιδιώκοντας να έχουμε μια μεγάλη γκάμα προϊόντων, ανταποκρινόμενοι στις ανάγκες της αγοράς, είμαστε αναγκασμένοι να πάμε σε πολλά διαφορετικά είδη αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών για να καλύψουμε όλο το εύρος των αναγκών μας. Επενδύοντας στη διαφορετικότητα, στην εντοπιότητα των ειδών και στην ποιότητά τους, δεν τίθεται θέμα μαζικής ποσότητας, όπως για μια εταιρεία που διαχειρίζεται τόνους. Εμείς για κάποια εκατοστή κιλά που θέλουμε από κάθε είδος, μπορούμε να επικεντρώσουμε σε μία ή δύο περιοχές και να δουλέψουμε πάνω στην ποιότητά του. Έχουμε αυτήν την ευχέρεια, καθώς και να επενδύσουμε στην έρευνα που απαιτεί το να εισάγεις μια νέα συστηματική καλλιέργεια.
Μια εταιρεία κατά βάση εμπορική δεν έχει αυτήν την ευχέρεια». Από αυτή την άποψη, και στο πλαίσιο της ανάπτυξης της καλλιέργειας ΑΦΦ στη χώρα, ο κ. Σταυρόπουλος βλέπει ως καταλύτη τον ρόλο του δευτερογενούς τομέα και δη της συμβολαιακής γεωργίας στον κλάδο, την οποία εφαρμόζει η ΚΟΡΡΕΣ. «Για να αναπτυχθεί μια καλλιέργεια ή να γίνει μια μεταβολή μιας υπάρχουσας καλλιέργειας, θα πρέπει να είναι εξασφαλισμένη η διάθεση του προϊόντος. Κάτι τέτοιο εξασφαλίζεται μόνο με τη συμβολαιακή γεωργία, δηλαδή με τον δευτερογενή τομέα, ο οποίος θα ζητήσει συγκεκριμένες ποσότητες και είδη και θα επενδύσει πάνω σε αυτά», υπογράμμισε.
Από μια άλλη σκοπιά, αξιοσημείωτη είναι και η εμπειρία του Νότη Καμαριάρη, εκ των ιδρυτών της ΑΝΘΗΡ. Η εταιρεία δραστηριοποιείται στην καλλιέργεια και χονδρική εμπορία αποξηραμένου προϊόντος, μειγμάτων με φαρμακευτικές δράσεις και εκχυλισμάτων, με θεμέλιο λίθο τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Καλλιεργητών Αρωματικών, Φαρμακευτικών και Ενεργειακών Φυτών Αιτωλοακαρνανίας (ΑΣΚΑΦΕΦΑ), ενώ αναπτύσσει συνεργασίες με τη μορφή συμβολαιακής με ανεξάρτητους παραγωγούς από άλλες περιοχές. «Εμείς είχαμε δοκμάσει 35 φυτά στα πρώτα πέντε χρόνια. Είδαμε, όμως, ότι αυτό δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμο. Και επειδή οι εταιρείες ζητάνε μεγάλες ποσότητες στο εξωτερικό, όταν έχεις 35 είδη σε 500 στρέμματα, αναγκαστικά μειώνεις πολύ τις ποσότητές σου, σε σχέση με το να έχεις 5 είδη. Λιγότερα είδη και σε μεγαλύτερες ποσότητες είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμα, με την έννοια ότι κάθε φυτό έχει τις δικές του ανάγκες, διαφορετική μεταχείριση, καλλιεργητική και μετασυλλεκτική. Έτσι, εστιάσαμε τα τελευταία χρόνια σε επτά είδη, κατ’ εξοχήν ελληνικές ποικιλίες».
Το μέλλον των Αρωματικών & Φαρμακευτικών Φυτών
Καλλιέργειες που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των διεθνών προδιαγραφών είναι, κατά την άποψη του κ. Γαρδίκη, προϋπόθεση, προκειμένου η στροφή προς τα αρωματικά και φαρμακευτικά, για την οποία γίνεται λόγος τα τελευταία χρόνια, να μην εξελιχθεί σε… παροδική μόδα.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «υπάρχει ένας γενικότερος “θόρυβος” ότι τα ΑΦΦ είναι ο… νέος χρυσός της ελληνικής φύσης, έχουμε δει να δημοσιεύονται διάφοροι ισχυρισμοί γύρω από αυτό τελευταία, οι οποίοι ισχύουν μεν, ως έναν βαθμό δε. Από εκεί και πέρα, αυτό που δεν γνωρίζουν πολλοί καλλιεργητές, κι εμείς το βλέπουμε μέρα με τη μέρα, είναι ότι το να πάρεις ένα χωράφι και να το μετατρέψεις σε μια επιχείρηση η οποία θα μπορέσει να σταθεί στα διεθνή ύδατα –γιατί για οτιδήποτε άλλο συζητήσουμε δεν έχει ουσιαστικά κανένα νόημα, εάν μιλάμε για εμπορία Β2Β ή Β2C– πρέπει να είναι μια επιχείρηση διεθνών στάνταρντ.