Το ελληνικό ελαιόλαδο

*του Κυριάκου Σπυριούνη
γεωπόνου

Ένα προϊόν μεταποίησης όπως το ελαιόλαδο, για να κατέχει ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα του προσδώσουν εμπορική ταυτότητα και αξία, απαιτεί πλήρη αφοσίωση και σχολαστικότητα στις διαδικασίες παραγωγής.

Σίγουρα δεν είναι όσο απλό φαντάζει στους περισσότερους εμπλεκόμενους στο χώρο της ελαιοπαραγωγής, για αυτό και λίγες ελληνικές προσπάθειες καταφέρνουν να εξάγουν με πιστοποιημένη ταυτότητα και να βραβεύονται σε αναγνωρισμένους διεθνείς διαγωνισμούς. Το γεγονός αυτό ακούγεται σε κάποιο βαθμό εγγενώς οξύμωρο, λόγω της κυρίαρχης εθνικής αντίληψης περί κορυφαίας και ασυναγώνιστης ποιότητας του ελαιολάδου της χώρας μας. Συγκριτικά πλεονεκτήματα, δυναμική και προοπτικές βέβαια υπάρχουν, λείπει όμως  η ξεκάθαρη ματιά από τους ελαιοκαλλιεργητές.

Οι ελαιοκαλλιεργητές στην Ελλάδα, όπως κάθε άλλος καλλιεργητής που βασίζει την εμπορική διακίνηση του προϊόντος του στους μηχανισμούς και στην τιμή της αγοράς, πολλές φορές διαπιστώνουν  πως η ανταμοιβή τους είναι δυσανάλογη με τους κόπους και τα έξοδα που έχουν κάνει. Αυτό συμβαίνει δυστυχώς για τόσους πολλούς και διαφορετικούς λόγους που θα χρειαζόταν μία εκτενής ανάλυση λαθών και κακών αποφάσεων  που απαρτίζουν μια συνηθισμένη μανιέρα στο χώρο παραγωγής του ελαιολάδου, η οποία ξεκινάει στο χωράφι και καταλήγει στον παραδοσιακό ντενεκέ του καταναλωτή. Οι ελαιοκαλλιεργήτες -με τις καλύτερες πάντα των προθέσεων- αξιολογούν, αποφασίζουν και πράττουν με γνώμονα το μέγεθος της παραγωγής τους. Παρών είναι ωστόσο και ο φόβος της προσβολής της παραγωγής από τους κοινούς εχθρούς της ελιάς, που θα καταστρέψει την όποια προοπτική παραγωγής ποιοτικού ελαιολάδου αλλά και την εμπορική ανταμοιβή. Ζούνε λοιπόν με το άγχος των προβλημάτων της παρενιαυτοφορίας,  της υψηλής οξύτητας, των αβέβαιων τιμών πώλησης και του υψηλού φόρτου εργασίας.

Η καλλιέργεια του ελαιόδεντρου διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με τη συμβατότητα περιοχής και ποικιλίας και τη δυναμική αυτών. Έτσι κάποιες περιοχές ευνοούν την παραγωγή ελαιολάδου, κάποιες άλλες την παραγωγή βρώσιμης ελιάς και πιο σπάνια άλλες όπου ευνοούνται και οι δυο κατηγορίες παραγωγής.

Με δεδομένα τις εξαιρετικές ποικιλίες και την προσαρμογή τους στη χώρα μας  καθώς και τις ευνοϊκές κλιματολογικές, εδαφολογικές και γεωμορφολογικές συνθήκες για τα ελαιόδεντρα,  το ελληνικό ελαιόλαδο θα μπορούσε να συγκαταλέγεται στα καλύτερα και να πληρώνονται και οι παραγωγοί του ανάλογα. Και παρότι υπάρχουν κτήματα και καλλιεργητές που καταφέρνουν παραγωγή ελαιολάδου με ισχυρισμούς υγείας και κορυφαία ποιοτικά χαρακτηριστικά, παραμένουν  οι εξαιρέσεις στον κανόνα της μέτριας ποιοτικά χύμα παραγωγής. Ο τόπος, τα δέντρα, οι άνθρωποι και η όρεξή τους για δουλειά και καταξίωση μέσα από αυτήν υπάρχουν. Αυτό που λείπει είναι η κατάρτιση, η συνεχής ενημέρωση και η συλλογική προσπάθεια σε εμπορικό τουλάχιστον επίπεδο. Οι καλλιεργητές οφείλουν να καταρτίζονται και να ενημερώνονται με σκοπό το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για το προϊόν τους, την ευρωστία των ελαιώνων τους και τη διατήρηση αυτής σε όλο και πιο απαιτητικά περιβαλλοντικά δεδομένα. Τα προϊόντα του ελαιόδεντρου είναι προϊόντα μεταποίησης και ως τέτοια επιβάλλεται να έχουν ταυτότητα και σαφή εμπορική στόχευση.

Post Author: katerina