Ένας από τους εμβληματικότερους παραγωγούς Μαυροδάφνης του ελληνικού αμπελώνα, ο κ. Θανάσης Παρπαρούσης μιλάει για τη Μαυροδάφνη και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι έλληνες παραγωγοί.
Του Γιώργου Ηλιόπουλου
«Η Μαυροδάφνη, στην ξηρή εκδοχή της, ενώ είναι ένα κρασί Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένεδειξης ( ΠΓΕ ) δεν έχει τα δικαιώματα του ΠΓΕ, ούτε ακόμα και του Ποικιλιακού Οίνου, όπου μπορείς να γράψεις την ποικιλία. Επί της ουσίας στην ξηρή Μαυροδάφνη απαγορεύεται στο μπουκάλι να γραφτεί η ποικιλία. Αντίθετα επιτρέπεται στη γλυκιά Μαυροδάφνη. Ο καταναλωτής όμως στην Ελλάδα και το εξωτερικό θέλει να ξέρει την ποικιλία που απολαμβάνει. Πώς να κάνουμε συνεπώς εξαγωγές με τέτοιες αγκυλώσεις;». Αυτό σημειώνει στο Agropress ο Θανάσης Παρπαρούσης, ένας από τους εμβληματικότερους παραγωγούς του ελληνικού αμπελώνα, από τους πρώτους που παρήγαγαν ξηρή Μαυροδάφνη στην Ελλάδα.
Είχε αντιληφθεί πολύ νωρίς τη δυναμικότητα της ποικιλίας και τόλμησε να εμφιαλώσει κρασιά ξηρής Μαυροδάφνης, παρά το γεγονός ότι απαγορεύεται να αναγραφεί το όνομα της στο μπουκάλι. Παράγει τη Μαυροδάφνη Ταώς, ένα κρασί που πέρυσι στο περιοδικό Decanter, το πιο έγκυρο αγγλόφωνο περιοδικό στο χώρο του κρασιού, βαθμολογήθηκε με 96/100 για τη χρονιά του 2012, έναντι 88 ελληνικών κρασιών που είχαν δοκιμαστεί και χαρακτηρίστηκε ως «εξαιρετικό». Μια επιτυχία αναμφισβήτητη για τον αμπελώνα της Αχαΐας.
ΝΗΣΙΔΑ ΑΥΤΟΧΘΟΝΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ
«Στο εξωτερικό δεν μπορείς να μην γράψεις την ποικιλία. Χωρίς όνομα δεν γίνεται να προχωρήσεις. Στο κρασί η ετικέτα παίζει σημαντικό ρόλο, γιατί αναγράφει την χώρα , τον πολιτισμός της , την περιοχή που παράχθηκε το κρασί και κυρίως την ποικιλία. Τα ελληνικά κρασιά είναι κατά κάποιο τρόπο «εξωτικά» στις διεθνείς αγορές. Δεν έχουν την ομοιομορφία του διεθνούς αμπελώνα όπου επικρατούν ποικιλίες όπως το Cabernet Sauvignon, το Syrah. Είμαστε μια νησίδα αυτοχθόνων ποικιλιών. Ακόμα και εάν δεν υπήρχε η Μαυροδάφνη έπρεπε να την ανακαλύψουμε . Τώρα εμείς ως παραγωγοί του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα , που τα εμπορευόμαστε κιόλας, ξέρουμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε για να γίνει αυτό το κρασί και μάλιστα να φθάσει μάλιστα στην κατηγορία του «εξαιρετικού». Στις δυσκολίες παίζει ρόλο ο καιρός, η χρονιά και οπωσδήποτε μην ξεχνάμε ότι η κλιματική αλλαγή είναι παρούσα. Την είδαμε την κλιματική αλλαγή πέρυσι με το χαλάζι που έπεσε τον Ιούλιο, αλλά και φέτος που δεν έχουμε δει ακόμη Άνοιξη» σημειώνει ο κ. Παρπαρούσης.
Και σε μια περίοδο που θα έπρεπε να ευνοηθούν οι εξαγωγές, επί της ουσίας η ίδια η Πολιτεία βάζει εμπόδια στους παραγωγούς καθώς δεν τους επιτρέπει το προϊόν τους να ξεχωρίζει. Όλα αυτά σε ένα διεθνές περιβάλλον με ασφυκτικό ανταγωνισμό. Ποιος μπορεί να επιβιώσει; Μα αυτός φυσικά που μπορεί να έχει μια διαφορετική πρόταση. Διαφορετικά κινδυνεύεις να μπεις στη σωρό των ραφιών και να αποτελείς μια ακόμη ομοιομορφία σε διεθνές περιβάλλον.
Ο ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ
«Οι αμπελώνες του Νέου Κόσμου είναι τεράστιοι. Όταν εμείς έχουμε 50 στρέμματα, αυτοί έχουν 10.000 στρέμματα και βάλε. Εμείς έχουμε το 1,5% της παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάτω από το 1% της παγκόσμιας παραγωγής. Στην εσωτερική αγορά υπάρχει αδυσώπητος ανταγωνισμός. Θα έρθει κρασί από την Αργεντινή, τη Νότιο Αφρική, την Αυστραλία και θα πρέπει να το ανταγωνιστούμε» υπογραμμίζει ο κ. Παρπαρούσης. Για να σημειώσει ότι στην Αχαΐα, τη Βορειοδυτική Πελοπόννησο και την Κεφαλλονιά δεν έχουμε άλλη ποικιλία ερυθρή, πέραν της Μαυροδάφνης, η οποία σημειωτέον ότι δεν μοιάζει με κανένα άλλο κρασί ούτε ευρωπαϊκό ούτε ελληνικό. Μιλώντας για τις ιδιαιτερότητες της ποικιλίας ο κ. Παρπαρούσης εξηγεί ότι: «Είναι μια ποικιλία που θέλει περισσότερη παλαίωση και στο βαρέλι και στο μπουκάλι. Έχει δύναμη ως κρασί. Είναι ένα κρασί που ούτε που φανταζόμασταν τη δυναμική του. Όπως και με τους ανθρώπους. Μεταλλάσσονται και δεν τους αναγνωρίζεις. Η Μαυροδάφνη θέλει τρεις ώρες σε καράφα για να «ανοίξει» και να σου βγάλει όλα τα αρώματα. Αυτό το κάνουν μεγάλα κρασιά όπως το Barolo, Vegan Cicilia κα. Συνεπώς καταλαβαίνεται για τι κρασί μιλάμε».